- φαναρ(ι)τζής
- ο, Ν1. κατασκευαστής ή επιδιορθωτής φανών, φανοποιός2. αυτός που κατεργάζεται ή επιδιορθώνει διάφορα μεταλλικά είδη από λευκοσίδηρο, τενεκετζής3. (ειδικά) τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων.[ΕΤΥΜΟΛ. < φανάρι + κατάλ. -τζής*].
Dictionary of Greek. 2013.